μήκιστος

μήκιστος
-η, -ο (ΑΜ μήκιστος, -ίστη, -ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, -ίστη, -ον)
νεοελλ.
(για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου
αρχ.
1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.)
2. πάρα πολύ μεγάλος, μέγιστος («μήκιστον τεράων», Απολλ. Ρόδ.)
3. αυτός που διαρκεί πάρα πολύ, μακρότατος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μήκιστον
η μακρότατη ηλικία τού ανθρώπου («ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος», Ξεν.)
5. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) α) επί πολύ μακρό χρόνο («περιέγραψαν μὴ πλείω βιῶναι τὸ μήκιστον ἐτῶν ἑκατὸν ἄνθρωπον ὄντα», Λουκιαν.)
β) όσο το δυνατό μακριά, σε πολύ μεγάλη απόσταση («oἱ τοὺς ἐχθροὺς μήκιστον ἀπελαύνοντες μᾱλλον τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾱσι», Ξεν.)
6. (στον Όμ. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) επιτέλους, εν τέλει, στο τέλος («τί νύ μοι μήκιστα γένηται», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. τ. τού επιθ. μακρός* με θ. μᾱκ- / μηκ-, κατ' επίδραση τού μῆκος (βλ. λ. μακρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μήκιστος — tallest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστων — μήκιστος tallest fem gen pl μήκιστος tallest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήκιστον — μήκιστος tallest masc acc sg μήκιστος tallest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίσταις — μήκιστος tallest fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστη — μήκιστος tallest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστην — μήκιστος tallest fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστης — μήκιστος tallest fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστοις — μήκιστος tallest masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστου — μήκιστος tallest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκίστους — μήκιστος tallest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”